νιόβιο

νιόβιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nb. Ανήκει στην πέμπτη ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 41, ατομικό βάρος 92,91, ένα σταθερό ισότοπο (Nb93) και δέκα ακτινεργά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 89 έως 99. Βρίσκεται στη φύση ενωμένο με το ταντάλιο στον κολουμβίτη, στον οποίο παρατηρήθηκε το 1801 από τον Τσαρλς Χάτσντ και ονομάστηκε αρχικά κολούμβιο (Cb). Απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον Χάινριχ Ρόζε το 1844 και ονομάστηκε από αυτόν ν. (η δεύτερη αυτή ονομασία αναγνωρίστηκε επίσημα το 1949). Παραλαμβάνεται με όπτηση σε κενό ενός μείγματος οξειδίου και ανθρακασβεστίου. Είναι μέταλλο λευκό, λαμπερό, με πυκνότητα 8,75 και σημείο τήξης στους 2415°C - οξειδώνεται στον αέρα και προσβάλλεται από τα τετηγμένα αλκάλια. Το μεταλλικό ν. αντέχει στο νιτρικό οξύ ως τους 100°C· ως προς τα άλλα οξέα, έχει κάπως μικρότερη αντοχή από το ταντάλιο. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή ειδικών χαλύβων, επειδή αυξάνει την αντίσταση στη διάβρωση, για ανοξείδωτους χάλυβες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε υψηλές θερμοκρασίες (π.χ. πυρηνικούς αντιδραστήρες) και στα μεταλλοκεραμικά κράματα για κινητήρες αντίδρασης.
* * *
το
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης με σύμβολο Nb και ατομικό αριθμό 41.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. niobium < Νιόβη, κόρη του Ταντάλου, πρόσωπο τής ελλ. μυθολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλβιτίτης — (albitite). Κρυσταλλοκοκκώδες πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από κοκκώδες μείγμα αλβίτη και μερικές φορές περιέχει ακόμα χαλαζία, μοσχοβίτη και ακμίτη. Σε πολλά μέρη της Βόρειας Αμερικής υπάρχουν χρυσοφόροι α. που διασχίζουν τα διοριτικά… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • πολύκρα(σ)το — το, Ν (ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό τού υττρίου, τού δημητρίου και τού θορίου, ενωμένων με τιτάνιο και νιόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycrase < γερμ. Polykras < πολυ * + κράση (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι*)] …   Dictionary of Greek

  • ταντάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ta. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 73, ατομικό βάρος 180,95, ένα σταθερό ισότοπο και δύο ραδιενεργά. Στη φύση βρίσκεται σε διάφορα ορυκτά και συνοδεύεται, γενικά,… …   Dictionary of Greek

  • τεχνήτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Tc· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 43, ατομικό βάρος 99 και δέκα επτά ισότοπα από 92 έως 105. Το τ. δεν υπάρχει στη φύση (γι’ αυτό του έδωσαν αυτή …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”